- σκλήρυνση
- η / σκλήρυνσις, -ύνσεως, ΝΑ [σκληρύνω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληρύνω, η μετατροπή τής σύστασης ενός σώματος προς το σκληρότερονεοελλ.1. μτφ. α) η μεταβολή τής συμπεριφοράς ενός ατόμου προς το αυστηρότεροβ) η τροπή τής διάθεσης ή τής στάσης ενός ατόμου προς την αδιαλλαξία2. ιατρ. το αποτέλεσμα τού υπέρμετρου σχηματισμού κολλαγόνου, που εκδηλώνεται με υπερτροφία τών συνδετικών στοιχείων ενός ζωντανού ιστού ή οργάνου έπειτα από μια φλεγμονώδη ή εκφυλι στική εξεργασία3. φρ. α) «σκλήρυνση ελαίων»χημ. η καταλυτική υδρογόνωση τών υγρών λιπαρών υλών για τη μετατροπή τους σε στερεά λίπη με πλαστική συμπεριφοράβ) «σκλήρυνση κατά πλάκας»ιατρ. σχετικά συχνή νόσος τού κεντρικού νευρικού συστήματος, άγνωστης αιτιολογίας, που μετά την εγκατάστασή της εκδηλώνεται με μια σειρά κλινικών συνδρόμων, όπως είναι το παραπληγικό σύνδρομο με υπερτονία τών μυών τών κάτω άκρων η οποία καθιστά τελικά αδύνατη τη βάδιση, το παρεγκεφαλιδικό σύνδρομο, το σύνδρομο τών οπίσθιων δεσμών κ.ά.γ) «πλάγια μυατροφική σκλήρυνση»ιατρ. εκφυλιστική νόσος τού κεντρικού νευρικού συστήματος με προϊούσα πάντοτε εξέλιξη και άγνωστη αιτιολογίαδ) «συνδυασμένη σκλήρυνση τού νωτιαίου μυελού»ιατρ. νόσος που συνδυάζει σημεία ήπιας πυραμιδικής προσβολής και προσβολής τών οπίσθιων δε σμών τού νωτιαίου μυελούε) «οζώδης σκλήρυνση τού εγκεφάλου»ιατρ. πάθηση γνωστή και ως σύνδρομο Μπουρνεβίλ και Μπρισό, η οποία οφείλεται σε συγγενή δυσπλασία πολλών ιστών και συνδυάζει νευρολογικά στοιχεία, όπως είναι η επιληψία, η διανοητική καθυστέρηση, διαταραχές τής όρασης και διάφορες δερματικές και σπλαγχνικές εκδηλώσειςστ) «διάχυτη σκλήρυνση τών ημισφαιρίων»ιατρ. νόσος γνωστή και ως νόσος τού Σίλντερ, που οφείλεται σε διάφορες αιτίες, προσβάλλει, κυρίως, τα παιδιά και εκδηλώνεται με διαταραχές τής συμπεριφοράς, με προϊούσα έκπτωση τών πνευματικών λειτουργιών, με οπτικές διαταραχές και, συχνά, με κρίσεις επιληψίαςζ) «πεταλιώδης σκλήρυνση τού εγκεφαλικού φλοιού»ιατρ. πάθηση χαρακτηριστική τού χρόνιου αλκοολισμού, η οποία εκδηλώνεται με προϊούσα διανοητική έκπτωση, τρέμουλο και δυσαρθρία.
Dictionary of Greek. 2013.